ανιοχος

ανιοχος
    ἁνίοχος
     дор. = ἡνίοχος См. ηνιοχος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανιοχος" в других словарях:

  • ανίοχος — ἀνίοχος, ὁ (Α) δωρ. ηνίοχος …   Dictionary of Greek

  • ἁνίοχος — ἁ̱νίοχος , ἡνίοχος one who holds the reins masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηνίοχος — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»